ασυλλάβιστος

ασυλλάβιστος
-η, -ο
(για λέξεις ή φράσεις) αυτός που δεν διαβάστηκε ή που δεν μπορεί να διαβαστεί κατά συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασυλλάβιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε χωρίστηκε στις συλλαβές του, δε συλλαβίστηκε (αντίθ. συλλαβιστός): Αγωνιζόταν να διαβάσει ασυλλάβιστα, αλλά δεν το κατάφερνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”